Μπορεί να φροντίζουμε καθημερινά να είμαστε βουτηγμένες μέχρι το λαιμό σε ένα πλήθος δραστηριοτήτων προκειμένου να μη βαρεθούμε, εκείνο όμως που πρέπει να κάνουμε τελικά είναι να αφεθούμε στην ανία μας και να εμπνευστούμε.
Η Μελίνα ξυπνάει κάθε πρωί στις 7.00. Ξεκινάει την ημέρα της ακούγοντας στο ραδιόφωνο τον αγαπημένο της σταθμό. Σηκώνεται από το κρεβάτι και τακτοποιεί τα σκεπάσματα προσεκτικά, με μαθηματική ακρίβεια, θα έλεγε κανείς, ενώ κοιτάζει με θαυμασμό τον ήλιο που δειλά δειλά κάνει την εμφάνισή του από το παράθυρο του δωματίου της. Στη συνέχεια απολαμβάνει ένα αναζωογονητικό ντους. Παρατηρεί την ταχύτητα με την οποία πέφτει το νερό στο δέρμα της και ενθουσιάζεται με την ευωδιά του αφρόλουτρου που αναδίδεται στο χώρο. Βγαίνει από το μπάνιο και ντύνεται. Ετοιμάζει το πρωινό της και συγχρόνως διαβάζει απορροφημένη τα συστατικά στο κουτί των δημητριακών εξονυχιστικά.
Προτού φύγει από το σπίτι, η προσοχή της αποσπάται από τη γάτα της που παίζει με ένα τσαλακωμένο χαρτί, το οποίο ανακάλυψε κάτω από το τραπέζι του σαλονιού. Τη χαζεύει για μερικά λεπτά και μετά ανοίγει την πόρτα. Κλειδώνει και το βλέμμα της πέφτει πάνω στο καταπράσινο γκαζόν της αυλής και τα ανθισμένα λουλούδια, τα πέταλα των οποίων στολίζουν ακόμη οι δροσοσταλίδες που έχουν ξεμείνει πάνω τους από τη χθεσινοβραδινή μπόρα. Μετά από περίπου μία ώρα και κάτι, είναι έτοιμη να ξεκινήσει για τη δουλειά της…
Πλήξη η… παρεξηγημένη
«Επιτέλους!» ίσως αναφωνήσετε, καθώς για τις περισσότερες από εμάς η πρωινή ιεροτελεστία της Μελίνας αποτελεί σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Άλλωστε, οι ρυθμοί της καθημερινότητάς μας είναι πλέον τόσο καταιγιστικοί, που ξυπνάμε και σε 15′ είμαστε ήδη με τα κλειδιά στη μίζα του αυτοκινήτου. Δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο, για να μην κάνουμε απολύτως τίποτα, για να… βαρεθούμε. Ή μήπως υπάρχει κι εμείς απλώς επιλέγουμε να τον παρακάμψουμε, κάνοντας με μανία scroll στο news feed του Facebook ή τσεκάροντας διαρκώς τα e-mails μας στο smartphone, θεωρώντας ότι έτσι βάζουμε φρένο στην πλήξη μας; Ολοένα και περισσότεροι είναι οι επιστήμονες που αναγνωρίζουν την ανάγκη του σύγχρονου ανθρώπου να βιώνει ανά τακτά διαστήματα τη μοναδική εμπειρία της νωθρότητας, από την οποία μπορεί να προκύψουν σημαντικά οφέλη τόσο για την ψυχική όσο και για τη σωματική υγεία του, αλλά και για τη γενικότερη θεώρησή του πάνω στα πράγματα.
Μία εξ αυτών είναι η δρ Σάντι Μαν, καθηγήτρια ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Κεντρικού Λάνκασαϊρ, η οποία έχει εντρυφήσει στην έννοια της ανίας διεξάγοντας δεκάδες έρευνες και εκδίδοντας επιστημονικά άρθρα και συγγράμματα. Τελευταίο πόνημά της, το βιβλίο Το Πλεονέκτημα της Απραξίας: Γιατί η Πλήξη Είναι Καλή (The Upside of Downtime: Why boredom is good, εκδ. Robinson). Μέσα από τις σελίδες του μας αποκαλύπτει τη θετική πλευρά της βαρεμάρας, που δεν είναι τελικά τόσο κακή όσο λανθασμένα νομίζουμε. «Οι άνθρωποι ξεχνούν ότι η ανία είναι κι αυτή ένα απλό συναίσθημα με τα καλά και τα άσχημά του. Δεν το αισθανόμαστε πάντα όταν δεν έχουμε τίποτα να κάνουμε, συνήθως προκύπτει όταν αυτά που έχουμε να κάνουμε δεν μας προκαλούν κανένα ενδιαφέρον τη συγκεκριμένη στιγμή» αναφέρει η ίδια και προσθέτει: «Προσωπικά, έχω πολλές ιδέες το διάστημα που περνώ πηγαίνοντας στη δουλειά ή επιστρέφοντας απ’ αυτήν. Είναι ένας νεκρός χρόνος, όμως, χάρη στη βαρεμάρα που μου προκαλεί, με παρακινεί να σκέφτομαι διάφορα πράγματα, που με βοηθούν να κόψω ταχύτητα, να αποτοξινωθώ, να αντιμετωπίσω με καθαρό μυαλό τα προβλήματά μου και να κάνω την αυτοκριτική μου».
Νεκρός χρόνος = δημιουργικός χρόνος
Θα μπορούσατε να φανταστείτε ποτέ ότι ένας από τους καλύτερους τρόπους για να εξάψετε τη φαντασία σας και να ξεδιπλώσετε το ταλέντο σας είναι η απραξία και η βαριεστημάρα που αυτή προκαλεί; Μάλλον όχι. Κι όμως, όταν αφήνουμε τον εαυτό μας να πλήττει και να ονειροπολεί, αυτόματα το μυαλό μας μπαίνει σε διαφορετικές διαδικασίες με αποτέλεσμα να επεξεργάζεται πιο δημιουργικές λύσεις για ό,τι μας απασχολεί. Για να αποδείξει αυτή τη θεωρία, η Μαν διεξήγαγε ένα πείραμα δίνοντας σε 170 ενήλικες -άντρες και γυναίκες- πλαστικά ποτήρια μίας χρήσης και ζητώντας τους να βρουν όσο περισσότερες χρήσεις μπορούσαν γι’ αυτά.
Οι μισοί από αυτούς κλήθηκαν να πιάσουν αμέσως δουλειά, ενώ οι άλλοι μισοί να αφιερώσουν 15′ στην αρχή αντιγράφοντας τις επαφές τους από το κινητό τους τηλέφωνο σε μία κόλλα χαρτί. Το αποτέλεσμα ήταν να βρουν περισσότερες ιδέες για το πώς θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν τα ποτήρια συγκριτικά με την πρώτη ομάδα. Κι αυτό διότι είχαν υπομείνει τη βαρετή διαδικασία της αντιγραφής των τηλεφώνων, η οποία ενίσχυε, όσο παράδοξο κι αν φαντάζει, τη δημιουργική διάθεσή τους.
Ένα δεύτερο πείραμά της αποκάλυψε ότι μια επαναλαμβανόμενη εργασία ανάγνωσης -για παράδειγμα, το να διαβάζουμε τον τηλεφωνικό κατάλογο- συμβάλλει ακόμη πιο πολύ στην τόνωση της φαντασίας και κατ’ επέκταση της δημιουργικότητας συγκριτικά με εκείνη της γραφής. Αυτό μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι το διάβασμα απαιτεί λιγότερη συγκέντρωση απ’ ό,τι το γράψιμο, αφήνοντας μεγαλύτερο περιθώριο πλήξης και ως εκ τούτου περισσότερο χώρο για ελευθερία της σκέψης. «Η πλήξη αποτελεί κινητήρια δύναμη για να θέσουμε και πάλι σε εγρήγορση τον εαυτό μας. Μας υπενθυμίζει ότι κάτι δεν πάει καλά και ότι πρέπει να αντιστρέψουμε την κατάστασή μας» είχε δηλώσει παλιότερα ο ψυχίατρος Γουίλαρντ Γκέιλιν.
Αντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, ότι η βαρεμάρα λειτουργεί σαν καταλύτης για δράση. Για αναζήτηση νέων προκλήσεων και στόχων. Πάντως η Μαν προειδοποιεί όσους επιμένουν να αποφεύγουν να… βαρεθούν ότι η υπερβολική πίεση που ασκούμε στον εγκέφαλό μας, προκειμένου να παράγει διαρκώς δημιουργικές ιδέες, ουσιαστικά οδηγεί στα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα, γιατί πολύ απλά τον μπλοκάρει. Το μόνο που καταφέρνουμε τελικά είναι να πιεζόμαστε και να φορτίζουμε τον εαυτό μας με άγχος και στρες.
Πώς να εκμεταλλευτούμε τις στιγμές που δεν κάνουμε τίποτα
Σύμφωνα με τη δρ Σάντι Μαν υπάρχουν τρόποι που μπορούν να μας βοηθήσουν να μετατρέψουμε το συναίσθημα της βαρεμάρας σε μια θετική, δημιουργική και κινητήρια δύναμη. Αρκεί να μην αφήσουμε τον εαυτό μας αποχαυνωμένο να κοιτάζει το ταβάνι με τις ώρες ή την οθόνη της τηλεόρασης και του υπολογιστή στην προσπάθειά μας να ανακαλύψουμε κάποιο ερέθισμα για να ξεπεράσουμε την ανία που βιώνουμε. Τι μπορούμε να κάνουμε λοιπόν;
Βγαίνουμε… offline: Είναι λάθος να πιστεύουμε ότι το αντίδοτο στη βαρεμάρα βρίσκεται στο λάπτοπ, στο έξυπνο κινητό μας ή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Η χρήση τους έχει αποδειχτεί ότι επιτείνει το άγχος, εμποδίζοντας τη χαλάρωση του οργανισμού.
Επιστρέφουμε στη φύση: Μια βόλτα στη θάλασσα, στο πάρκο ή ακόμη και στη γειτονιά μας μπορεί να λειτουργήσει λυτρωτικά, να απελευθερώσει τον εγκέφαλο από τις χιλιάδες σκέψεις που τον κατακλύζουν, να αποσπάσει την προσοχή μας από τα προβλήματα που μας βασανίζουν και να γαληνέψει την ψυχή και το πνεύμα μας.
Επιζητούμε την ανθρώπινη επαφή: Την επικοινωνία και την αλληλεπίδραση με τα αγαπημένα μας πρόσωπα, που αποτελούν ίσως το καλύτερο φάρμακο για την έξοδό μας από τη βαρεμάρα.
Ασχολούμαστε με μια δραστηριότητα που μας βοηθάει να εξελιχτούμε: Όπως η μαγειρική, το παιχνίδι με το κατοικίδιό μας ή η γυμναστική. Θα μας γεμίσουν ικανοποίηση και χαρά και δεν θα μας αφήσουν κανένα περιθώριο να πλήξουμε.
Δεν φοβόμαστε την αλλαγή: Είτε αυτή αφορά την προσωπική μας ζωή είτε την επαγγελματική. Μπορεί ο σύντροφος τον οποίο επιλέξαμε να έχουμε δίπλα μας να μη μας ταιριάζει τελικά ή η εργασία μας να μη μας προσφέρει κανένα κίνητρο για δημιουργικότητα και εξέλιξη.
Ζούμε στο «εδώ και τώρα»: Απολαμβάνουμε την κάθε στιγμή σαν να ήταν η τελευταία. Μπορεί να ακούγεται κλισέ και ίσως ουτοπικό στις μέρες μας, όπου ο καταιγισμός των πληροφοριών είναι συνεχής, αλλά αυτός ο τρόπος σκέψης θα μας κάνει να αναθεωρήσουμε τις προτεραιότητές μας και να σταματήσουμε να σκεφτόμαστε διαρκώς το επόμενο βήμα μας.
Δεν ξεχνάμε ποτέ ότι πάντοτε κάτι κάνουμε: Ακόμη κι όταν δεν κάνουμε απολύτως τίποτα. Γιατί σε τελική ανάλυση, όπως λέει η Σάντι Μαν, «η πλήξη είναι ένα υπαρκτό συναίσθημα που εμφανίζεται συχνά πυκνά και καλό είναι να το αποδεχτούμε». Στην περίπτωση αυτή επικεντρωνόμαστε στο είναι μας, στην αναπνοή μας, στα συναισθήματα και τις σκέψεις μας, στη φροντίδα του εαυτού μας.
Μήπως τελικά κινδυνεύουμε να ξεχάσουμε πώς είναι να πληττουμε;
«Πλέον κανείς δεν στέκεται απλά περιμένοντας το τρένο ή το λεωφορείο. Όλοι παίζουν με τα κινητά τους. Οποιαδήποτε στιγμή έχουμε ένα λεπτό για χάσιμο, βγάζουμε αμέσως έξω το τηλέφωνό μας για να τσεκάρουμε τα e-mails και το προφίλ μας στο Facebook ή να κάνουμε google στο διαδίκτυο, χωρίς να ξέρουμε τι πραγματικά θέλουμε να αναζητήσουμε. Έτσι, για να λέμε ότι κάτι κάνουμε…» λέει η Σάντι Μαν. Άλλωστε, ζούμε στην εποχή της υπερπληροφόρησης, των social media και της άνθησης της τεχνολογίας, σε μια κοινωνία που έχει εμμονή να εξαλείφει κάθε πιθανότητα πλήξης, στέλνοντάς μας συνεχώς ερεθίσματα για να μας κρατά σε εγρήγορση και σε κατάσταση υπερδιέγερσης εξολοθρεύοντας έτσι τον πραγματικό, ελάχιστο ελεύθερο χρόνο που έχουμε στη διάθεσή μας για να μην κάνουμε απολύτως τίποτα.
Η σύγχρονη αυτή καθημερινή μανία μας με τα smartphones και τα λοιπά gadgets είναι εκείνη που, σύμφωνα με την ίδια, κινδυνεύει να μας κάνει να ξεχάσουμε πώς είναι να βαριόμαστε και κατ’ επέκταση καταπνίγει τη δημιουργικότητά μας και την ευκαιρία που μας δίνεται να καθαρίσουμε το μυαλό μας απ’ όλους κι απ’ όλα. «Η ισορροπία είναι το κλειδί» υπογραμμίζει και μοιράζεται μαζί μας, στον επίλογο του βιβλίου της, το όνειρό της με την ελπίδα να μας αφυπνίσει: «Φαντάζομαι μια κοινωνία όπου οι άνθρωποι θα ατενίζουν τον ουρανό, θα χαζεύουν τα τοπία από το παράθυρο του τρένου ενώ ταξιδεύουν, θα απενεργοποιούν τις ηλεκτρονικές τους συσκευές, θα σταματούν να τροφοδοτούν τα παιδιά τους συνέχεια με ερεθίσματα-σκουπίδια, μόνο και μόνο για να τα κρατούν απασχολημένα, και θα απολαμβάνουν την πραγματική ζωή βλέποντάς την και πάλι μέσα από τα μάτια τους, χωρίς να παρεμβάλλεται η οθόνη του κινητού τους»
Πηγή: ELLE