Το «Café Society» σερβίρει νοσταλγία α λα Woody Allen

450
cafe society

«Είμαι σε κατάσταση μισο-βαριεστημένη και μισο-γοητευμένη” λέει για το πάρτι του μεγαλοατζέντη του Χόλιγουντ θείου του ο νεαρός και άρτι αφιχθείς στην Πόλη των Αγγέλων των ‘30s, Bobby, και νομίζεις ότι σε ένα υπερηρωικό twist που δε θα περίμενε κανείς από τον Woody Allen, μπορεί και διαβάζει τη σκέψη σου. Δεν μπορώ να πω το ίδιο και για την meta απόπειρα του δημιουργού μέσα από μία ακόμη φράση του Bobby, που έρχεται αργότερα για να μας πει ότι “η ζωή είναι μία κωμωδία που γράφει ένας σαδιστής κωμικός συγγραφέας».

Πότε από το ακουστικό του τηλεφώνου και πότε από κοντά, ο παραλήπτης των αποφθευγμάτων του είναι η Vonnie, γραμματέας στο γραφείο του θείου που μόλις αναφέραμε και μόνη του φίλη στο άγνωστο Λος Άντζελες.

Ο Bobby έφυγε από τη βαρετή σιγουριά της δουλειάς του πατέρα του στη Νέα Υόρκη για να μπει σε αναζήτηση της μοίρας του στη φαινομενικά πιο συναρπαστική, γκλαμουράτη πόλη της Καλιφόρνια και όπως περιμένεις να γίνει σε ταινία του Allen με την περίπτωση ενός ελαφρώς νευρωτικού νέου που γνωρίζει μια σαγηνευτική γυναικεία παρουσία, το ειδύλλιο αρχίζει να αχνοφαίνεται από τις πρώτες σκηνές για να βρει στην πορεία τα εμπόδιά του.

Εδώ αυτά μεταφράζονται αρχικά στην παράνομη σχέση που διατηρεί η Vonnie με τον θείο του και αργότερα στις αποφάσεις που οι πρωταγωνιστές θα μετανιώσουν μέχρι το τέλος της ταινίας.

Όσο αυτοί θα βρεθούν να νοσταλγούν τη χρονική στιγμή της ζωής τους που τα πράγματα θα μπορούσαν να έχουν πάρει έναν διαφορετικό, καλύτερο δρόμο, τόσο ο Woody Allen μας προσκαλεί να νιώσουμε αυτό το ανεξήγητο συναίσθημα νοσταλγίας για τα χρόνια και τον κόσμο που δεν έχουμε ζήσει, με την απαραίτητη βοήθεια του για πρώτη φορά συνεργάτη του, Vittorio Storaro από τη θέση της φωτογραφίας.

Ο ρόλος του φωτογράφου των ‘Apocalypse Now’ και ‘Last Tango in Paris’ είναι τόσο νευραλγικός, που σε συνδυασμό με το άψογο costuming και τη σκηνογραφία, δημιουργεί έναν λαμπερό, σαγηνευτικό κόσμο που μοιάζει χαρακτήρας στην ταινία κι από μόνος του κι αυτό όταν έχεις να κάνεις με τον Allen του 21ου αιώνα, μπορεί να γείρει τη ζυγαριά στην πλευρά που θυμίζει περισσότερο ‘Midnight in Paris’ και λιγότερο ‘Magic in the Moonlight’. Λέω γείρει και όχι κρίνει εξ ολοκλήρου, γιατί δεν είναι μονάχα η φωτογραφία της ταινίας που την κρατάει σε επίπεδο συμπαθητικού και όχι αχρείαστου Allen.

Το καστ ενσωματώνει καλά τους χαρακτήρες του, με τον Eisenberg που υποδύεται τον Bobby να είναι ίσως ο μοναδικός ηθοποιός που μπορεί να παίξει τους ρόλους που κρατούσε κάποτε για τον εαυτό του ο σκηνοθέτης, μέχρι που τον παραπήραν τα χρόνια για να συνεχίσει να πείθει σ’ αυτούς, και τη Vonnie της Kristen Stewart να αποκτά μεγαλύτερο βάθος από αυτό που μάλλον είχε ως μήλον της έριδος στο χαρτί, παρά τα μοντέρνα χαρακτηριστικά της ηθοποιού που μοιάζουν να κλωτσάνε ενίοτε μέσα στο περιβάλλον της ταινίας.

Ο θείος Phil του Steve Carell δεν είναι ο μονοδιάστατος φελλός του Χόλιγουντ για τον οποίο μπορεί να τον περάσεις σε πρώτη φάση, οι σκηνές του Corey Stoll ως ο γκάνγκστερ αδερφός του Bobby προσφέρουν το λιγοστό χιούμορ της ταινίας και η ζωντανή παρουσία της Parker Posey σε ρόλο προοδευτικής επιχειρηματία και σοσιαλίτ είναι η τελευταία από τις που-ήσουνα-και-μας-έλειψες κινηματογραφικές περιπτώσεις. Κάποια στιγμή καταφτάνει απαστράπτουσα και συμπαθεστάτη και η Blake Lively για να δώσει στον Bobby μία δεύτερη ευκαιρία στην αγάπη, αλλά δεν της δίνεται ποτέ ο χρόνος για να ανταγωνιστεί πραγματικά την πρώτη αγάπη και παντοτινή.

Για μία ταινία όμως που θα έπρεπε να χτυπάει στους ρυθμούς του πάθους που υποτίθεται κινεί τις αποφάσεις των πρωταγωνιστών – και στην περίπτωση του συνδυασμού Eisenberg/Stewart μιλάμε για την τρίτη φορά που πείθουν δημιουργό ότι η χημεία τους είναι γερό χαρτί – το ‘Café Society’ δεν εμπνέει συναίσθημα. Ούτε κι έχει να σου πει τίποτα. Το voiceover του Woody Allen μας πηγαίνει από τη μία περίοδο στη ζωή των χαρακτήρων στην άλλη, προσπερνώντας τις φάσεις που κανονικά θα έπρεπε να είναι οι πιο ενδιαφέρουσες.

Η μετάβαση του Bobby, για παράδειγμα, πίσω στη Νέα Υόρκη με το Λος Άντζελες να χάνει την αίγλη του όταν αποδεικύνεται ρηχό γι’ αυτόν, θα μπορούσε να αποκτήσει ενδιαφέρουσα διάσταση, ειδικά στα χέρια του φανατικού Νεορκυέζου, forever-and-ever σνομπαρία για τις ηλιόλουστες δυτικές ακτές, Allen. Αντ’ αυτού, και η δική του εμπειρία και αυτή της Vonnie αντιμετωπίζονται περισσότερο ως διάγραμμα και λιγότερο ως πραγματικές ζωές ανθρώπων.

Αν, τώρα, αναρωτιέσαι πού περίπου πέφτει το ‘Café Society’ στον πολυγραφότατο Allen-ικό χάρτη των 47 ταινιών, θα σου πω εξίσου μακριά από το ‘Blue Jasmine’ που μας θύμισε ότι το ‘χει ακόμα, αλλά και από το ‘Magic in the Moonlight’ που πήγε να σε σκοτώσει από τη βαρεμάρα. Σ’ αυτό το μικρό, πλην όμως διακριτό διαμέρισμα με τις χαριτωμένες ταινίες που και εσύ και αυτός θα ξεχάσετε γρήγορα, αλλά δε θα σου δώσουν και τίποτα σοβαρό για να παραπονεθείς. Για έναν σκηνοθέτη που, όπως λέει, κάνει πλέον ταινίες για να έχει κάτι να απασχολείται – σεβαστό! – αυτή η ευχάριστη μέση κατάσταση κρατάει αξιοπρεπώς τις ισορροπίες μέχρι την επόμενη υπενθύμιση.

Της Ιωσηφίνας Γριβέα
Πηγή: Oneman

* Το «Café Society» κυκλοφορεί στις 25 Αυγούστου από την Odeon.

Πηγή: http: huffingtonpost